νυκτανθές

νυκτανθές
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ελαιιδών, που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το νυκτανθές το λυπηρόδενδρον, με εύοσμα λευκοκίτρινα άνθη, που ανοίγουν τη νύχτα και από τα οποία παράγονται αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctanthes < νύκτα + -ανθής (< άνθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”